- ωραιοπάθεια
- η, Ν [ωραιοπαθής](με θετ. και αρνητική σημ.) η ιδιότητα τού ωραιοπαθούς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ωραιοπαθής — ες, Ν 1. (με θετ. σημ.) αυτός που έχει πάθος για το ωραίο 2. (με αρνητική σημ.) ναρκισσευόμενος. επίρρ... ωραιοπαθώς Ν με ωραιοπάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωραίος + παθής (< πάθος), πρβλ. εγω παθής] … Dictionary of Greek
Κουζμίν, Μιχαήλ Αλεξέγεβιτς — (Mikhail Alekseyevich Kuzmin, Γιαροσλάβλ 1872 – Αγία Πετρούπολη 1936). Ρώσος συγγραφέας. Υπήρξε μία από τις σημαντικότερες μορφές του πνευματικού κινήματος των συμβολιστών, με το οποίο συνεργάστηκε από το 1905 ως ποιητής, πεζογράφος και μουσικός … Dictionary of Greek